- ξενοδαίκτας
- ξενοδαίκτας1 murdering strangers ]λαῶν ξενοδα[ί]κτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (king Laomedon of Troy) fr. 140a. 56.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek